ευκραής
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
Greek Monolingual
εὐκραής, -ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής)
μσν.
(για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα
αρχ.
1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.)
2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῖς τόποι», Αριστοτ.)
3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.
επίρρ...
εὐκραῶς (Μ)
ήπια, μέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από το ευκράς (ευ + κεράννυμι) + -αής, τ. στον οποίο εμφανίζεται ως β' συνθετικό το αμφίβολο άος «αέρας», γλώσσα του άημι. Θεωρήθηκε λανθασμένα αντώνυμο του ακραής (ακρ-αής και όχι α-κραής). Αναλογικά σχηματίστηκε τ. δυσ-κραής].