εὐέλαιος

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέλαιος Medium diacritics: εὐέλαιος Low diacritics: ευέλαιος Capitals: ΕΥΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: euélaios Transliteration B: euelaios Transliteration C: evelaios Beta Code: eu)e/laios

English (LSJ)

εὐέλαιον, rich in olive-trees or oil, Str.5.4.3.

German (Pape)

[Seite 1064] reich an Oelbäumen, Strab. V p. 243.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέλαιος: -ον, παράγων ἄφθονον καὶ καλὸν ἔλαιον, Στράβ. 243.

Greek Monolingual

εὐέλαιος, -ον (Α)
γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έλαιος (< ελαία), πρβλ. ανέλαιος, καλλιέλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»].