εὐκρινέω
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
A keep distinct, keep in good order, τοὺς στρατευσομένους δεῖ εὐκρινεῖν X.HG4.2.6 (nisi leg. διευκρ-); τὰ εὐκρινοῦντα τὴν σύγχυσιν Hermog.Id.1.4, cf.ΙΙ.
II judge fit, decide, PCair.Zen.150.22 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1076] wohl auslesen, aussuchen, τοὺς στρατευσομένους Xen. Hell. 4, 2, 6.
French (Bailly abrégé)
εὐκρινῶ :
choisir avec soin.
Étymologie: εὐκρινής.
Russian (Dvoretsky)
εὐκρῐνέω: тщательно выбирать, заботливо подыскивать (τοὺς στρατευσομένους Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκρῐνέω: ἐκλέγω καλῶς, ἑτοιμάζω προσηκόντως, τοὺς στρατευσομένους δεῖ εὐκρινεῖν Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 6· πρβλ. διευκρινέω.
Greek Monotonic
εὐκρῐνέω: μέλ. -ήσω, ξεχωρίζω, εκλέγω, προετοιμάζω, σε Ξεν.