εὐλογιστία
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἡ,
A circumspection, prudence, Pl.Def.412e, Stoic.3.64, Antip.ib.253, Phld.D.3 Fr.81, Plu.2.103a, M.Ant.4.26, Phalar.Ep.119.4.
II = εὐλογία III, blessing, Ph.1.597,al.
German (Pape)
[Seite 1078] ἡ, vernünftige Überlegung, Plat. defin. 412 e; τῆς εὐλογιστίας ἔργον ἐστὶν ἢ τὸ φυλάξασθαι τὸ κακὸν ἐπιφερόμενον ἢ διορθώσασθαι γενόμενον Plut. consol. ad Apollon. p. 319, öfter; κερδαντέον τὸ παρὸν σὺν εὐλογιστίᾳ καὶ δίκῃ M. Anton. 4, 26; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prudence, réflexion.
Étymologie: εὐλόγιστος.
Russian (Dvoretsky)
εὐλογιστία: ἡ благоразумие, рассудительность Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλογιστία: ἡ, τὸ εὖ λογίζεσθαι, περίσκεψις, φρόνησις, Πλάτ. Ὅροι 412Ε, Πλούτ. 2. 103Α.
Greek Monolingual
εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) ευλόγιστος
μσν.
η ενέργεια του ευλογώ, ο καλός λόγος
αρχ.
φρόνηση, σύνεση, περίσκεψη («χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας», Πλάτ.).