εὐλογιστία

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλογιστία Medium diacritics: εὐλογιστία Low diacritics: ευλογιστία Capitals: ΕΥΛΟΓΙΣΤΙΑ
Transliteration A: eulogistía Transliteration B: eulogistia Transliteration C: evlogistia Beta Code: eu)logisti/a

English (LSJ)

ἡ,
A circumspection, prudence, Pl.Def.412e, Stoic.3.64, Antip.ib.253, Phld.D.3 Fr.81, Plu.2.103a, M.Ant.4.26, Phalar.Ep.119.4.
II = εὐλογία III, blessing, Ph.1.597,al.

German (Pape)

[Seite 1078] ἡ, vernünftige Überlegung, Plat. defin. 412 e; τῆς εὐλογιστίας ἔργον ἐστὶν ἢ τὸ φυλάξασθαι τὸ κακὸν ἐπιφερόμενον ἢ διορθώσασθαι γενόμενον Plut. consol. ad Apollon. p. 319, öfter; κερδαντέον τὸ παρὸν σὺν εὐλογιστίᾳ καὶ δίκῃ M. Anton. 4, 26; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prudence, réflexion.
Étymologie: εὐλόγιστος.

Russian (Dvoretsky)

εὐλογιστία:благоразумие, рассудительность Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογιστία: ἡ, τὸ εὖ λογίζεσθαι, περίσκεψις, φρόνησις, Πλάτ. Ὅροι 412Ε, Πλούτ. 2. 103Α.

Greek Monolingual

εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) ευλόγιστος
μσν.
η ενέργεια του ευλογώ, ο καλός λόγος
αρχ.
φρόνηση, σύνεση, περίσκεψηχρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας», Πλάτ.).