εὐνήτωρ

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνήτωρ Medium diacritics: εὐνήτωρ Low diacritics: ευνήτωρ Capitals: ΕΥΝΗΤΩΡ
Transliteration A: eunḗtōr Transliteration B: eunētōr Transliteration C: evnitor Beta Code: eu)nh/twr

English (LSJ)

Dor. εὐνάτωρ, ορος, ὁ, = εὐνητήρ, A.Supp.665 (lyr.), E.Ion912 (lyr.), HF27,97.

German (Pape)

[Seite 1083] ορος, ὁ, = εὐνάτωρ, Eur. Herc. F. 27. 97.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
époux.
Étymologie: εὐνάω.

Russian (Dvoretsky)

εὐνήτωρ: дор. εὐνάτωρ, ορος ὁ Aesch., Eur. = εὐνητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνήτωρ: Δωρ. εὐνάτωρ, ορος, ὁ, = εὐνητήρ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 665, Εὐρ. Ἴων 912, Ἡρ. Μαιν. 27, 97.

Greek Monolingual

εὐνήτωρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) ευνώ
ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος.

Greek Monotonic

εὐνήτωρ: Δωρ. -άτωρ, -ορος, ὁ, = εὐνητήρ, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

= εὐνητήρ, Aesch., Eur.]