εὐπαθίη

From LSJ

French (Bailly abrégé)

ion. c. εὐπάθεια.

Russian (Dvoretsky)

εὐπᾰθίη: ἡ ион. = εὐπάθεια.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰθίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ εὐπάθεια.

Greek Monotonic

εὐπᾰθίη: Ιων. αντί εὐπάθεια.