εὐσθενέω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
to be strong, be healthy, Hp.Morb.Sacr.10 (prob.l.), E.Cyc.2, Arist.Pr.862a11, 925a3 (v.l. εὐθενέω); f.l. for εὐθενεῖν, A.Eu.895; so prob. in D.C.53.8.
French (Bailly abrégé)
εὐσθενῶ :
1 être vigoureux, robuste;
2 p. ext. se trouver bien.
Étymologie: εὐσθενής.
German (Pape)
stark, kräftig sein, ἐν ἥβῃ εὐσθένει δέμας Eur. Cycl. 2; von Bäumen, Theophr. – Übh. sich wohl befinden, DC. 53.8.
Russian (Dvoretsky)
εὐσθενέω: быть сильным, крепким Eur., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσθενέω: ἔχω καλὸν σωματικὸν σθένος, εἶμαι ἰσχυρός, ὑγιής, Εὐρ. Κύκλ. 2· ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 22., 20. 18, μετὰ διαφ. γραφ. εὐθενέω.
Greek Monotonic
εὐσθενέω: είμαι δυνατός, υγιής, σε Ευρ.