ζάχρυσος
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ζάχρυσον, rich in gold, Θρῃκία, ἐμπολά, E.Alc.498, IT1111 (lyr.): in late Prose, Lib.Or.11.140.
German (Pape)
[Seite 1136] reich an Gold, Θρῃκία Eur. Alc. 501, δώματα Rhes. 439, ἐμπολή, Gold einbringender Verkauf, I. T. 1101, öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli d'or.
Étymologie: ζα-, χρυσός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζάχρυσος -ον [ζα-, χρυσός] rijk aan goud.
Russian (Dvoretsky)
ζάχρῡσος: богатый золотом (Θρῃκία Eur.): ζ. ἐμπολή Eur. покупка на золото, денежная сделка.
Greek (Liddell-Scott)
ζάχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, πολύχρυσος, Εὐρ. Ἀλκ. 498, Ι. Τ. 1111.
Greek Monolingual
ζάχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος σε χρυσό («ζάχρυσος Θρῃκία», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρυσός.
Greek Monotonic
ζάχρῡσος: -ον, αυτός που είναι πλούσιος σε χρυσάφι, που αφθονεί σε χρυσό, σε Ευρ.
Middle Liddell
ζά-χρῡσος, ον
rich in gold, Eur.