Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζοχάδα

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

η και πληθ. ζοχάδες, οι
1. αιμορροΐδα
2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του»)
3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. εσοχάς, -άδος, συνήθως στον πληθ. εσοχάδες «εσωτερικές αιμορροΐδες < εισέχω (πρβλ. και εξοχάδες «εξωτερικές αιμορροΐδες» < εξέχω)].