ζυμωτός
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ζυμωτή, ζυμωτόν, fermented, leavened, LXX Ex.13.7, al.
German (Pape)
[Seite 1142] gesäuert, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμωτός: -ή, -όν, ἔχων προζύμιον, ὑποστὰς ζύμωσιν, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιγ΄, 7. κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ζυμωτός, -όν) ζυμώ
αυτός που έχει ζύμη, που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό ψωμί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτό
η ποσότητα τών αλεύρων που ζυμώνεται κάθε φορά και η ανάλογη αρτοπαραγωγή.