θεμελιώνω

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

(AM θεμελιῶ, -όω) θεμέλιο
1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.)
2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνωπάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα»)
νεοελλ.
1. τεκμηριώνω, αποδεικνύω με επιχειρήματα («θεμελίωσε την άποψη σου»)
2. στηρίζω κάτι κάπου, επιβεβαιώνω κάτι («παραφορούντ' απόμακρα, μα δεν το θεμελιώνουν», Ερωτόκρ.)
3. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θεμελιωμένος, -η, -ο
α) οικοδομημένος, χτισμένος
β) μτφ. ριζωμένος, στερεωμένος
γ) μτφ. γεροφτιαγμένος, καλοκαμωμένος
δ) μτφ. σίγουρος, βέβαιος.