θεόσπορος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσπορος Medium diacritics: θεόσπορος Low diacritics: θεόσπορος Capitals: ΘΕΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: theósporos Transliteration B: theosporos Transliteration C: theosporos Beta Code: qeo/sporos

English (LSJ)

θεόσπορον, sown by a god, divine, κῦμα E.Fr.106.

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gesäet, gemacht, Eur. bei Rust. 656, 8.

Russian (Dvoretsky)

θεόσπορος: богом посеянный, т. е. созданный богами (κῦμα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόσπορος: -ον, ὑπὸ θεοῦ ἐσπαρμένος, θεῖος, Εὐρ. Ἀποσπ. 107.

Greek Monolingual

θεόσπορος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο έσπειρε ο θεός, ο θείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + σπόρος (< σπείρω)].