θηριότροφος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
ον, Pass., fed on reptiles, Gal. 11.143.
Greek Monolingual
θηριότροφος, -ον (Α)
αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρότροφος, νεότροφος].