ιατροδικαστής
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
ο
ειδικός γιατρός που ορίζεται από την πολιτεία για την επιστημονική εξακρίβωση και τον προσδιορισμό της φύσης, του τρόπου και της προέλευσης τραυμάτων, κακώσεων, αιτιών θανάτου όταν θεωρηθεί ότι οι περιπτώσεις αυτές αφορούν τη δικαιοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + δικαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].