ιεροσκόπος
From LSJ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
Greek Monolingual
ὁ (Α ἱεροσκόπος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος
ο ιερομάντης, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνοσκόπος, ορνεοσκόπος].