ικρίο
From LSJ
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
Greek Monolingual
το (Α ἰκρίον και ἴκριον)
ικρίωμα, σκαλωσιά
αρχ.
1. θεωρείο
2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια
α) σανίδωμα του καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων
β) οι πλευρές του πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή
γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την επιφάνεια του εδάφους, εξέδρα
δ) ξύλινος πύργος
ε) τα καθίσματα του θεάτρου
στ) ιστός, κατάρτι
ζ) εκκλ. ο σταυρός
η) ράβδος
θ) στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ικριόεις, ικριώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ικριοποιός].