ικτερογόνος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
-ο
αυτός που προκαλεί ίκτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, καπνογόνος.