ιμαντόπους

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἱμαντόπους, -όποδος)
1. υδρόβιο χαραδριόμορφο πτηνό, καλαμοκανάς, αδραχτάς
2. (κυρίως ως ονομασία κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πους].