οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
ο (Α ἱμαντόπους, -όποδος)1. υδρόβιο χαραδριόμορφο πτηνό, καλαμοκανάς, αδραχτάς2. (κυρίως ως ονομασία κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πους].