καθαρώδης

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρώδης Medium diacritics: καθαρώδης Low diacritics: καθαρώδης Capitals: ΚΑΘΑΡΩΔΗΣ
Transliteration A: katharṓdēs Transliteration B: katharōdēs Transliteration C: katharodis Beta Code: kaqarw/dhs

English (LSJ)

καθαρῶδες, clear, ὄμμα v.l. for καρώδης, Hp.Epid.5.99.

Greek (Liddell-Scott)

καθαρώδης: -ες, (εἶδος) διαυγής, ὄμμα Ἱππ. 1162C.

Greek Monolingual

καθαρώδης, -ῶδες (Α) καθαρός
διαυγής, ευκρινής, λαμπρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρώδης -ες [καθαρός] helder.