καινοπραξία

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek (Liddell-Scott)

καινοπραξία: ἡ, = καινοπραγία, Εὐστ. Πονημάτ. 158, 3.

Greek Monolingual

καινοπραξία, ἡ (Μ)
καινοπραγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραξία (< πράττω), πρβλ. δικαιοπραξία, κοινοπραξία].

German (Pape)

[ρᾱ], ἡ, = καινοποιΐα, Eust.