κακομοιρία
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ἡ, ill fate, Sch.S.Tr.850, Sch.E.Ph.156.
German (Pape)
[Seite 1301] ἡ, unglückliches Geschick, Schol. Soph. Tr. 862.
Greek (Liddell-Scott)
κακομοιρία: ἡ, κακὴ μοῖρα, δυστυχία, «κακομοιριά», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 851, Εὐρ. Φοίν. 156.
Greek Monolingual
η (Μ κακομοιριά, Α κακομοιρία) κακόμοιρος
κακή μοίρα, δυστυχία, αθλιότητα·.
νεοελλ.
έλλειψη καλής διαπλάσεως ή υψηλού φρονήματος, η έλλειψη προτερημάτων ή καλής εμφανίσεως.