καλαμόεις

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμόεις Medium diacritics: καλαμόεις Low diacritics: καλαμόεις Capitals: ΚΑΛΑΜΟΕΙΣ
Transliteration A: kalamóeis Transliteration B: kalamoeis Transliteration C: kalamoeis Beta Code: kalamo/eis

English (LSJ)

καλαμόεσσα, καλαμόεν, of reed, συρίγγων καλαμοεσσᾶν E.IA1038 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1307] εσσα, εν, von Rohr, σύριγγες Eur. I. A. 1038.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de roseau.
Étymologie: κάλαμος.

Greek Monolingual

καλαμόεις, -εσσα, -εν (Α)
καλάμινος, κατασκευασμένος από καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κατάλ. -(ό)εις (πρβλ. λοφόεις, ουρανόεις)].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμόεις: -εσσα, -εν, φτιαγμένος από καλάμι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμόεις: όεσσα, όεν тростниковый (σύριγγες Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαμόεις -όεσσα -όεν [κάλαμος] van riet, riet- (van een fluit).

Middle Liddell

κᾰλᾰμόεις, εσσα, εν
of reed, Eur. [from κᾰ́λᾰμος]