καλαμόεις
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
καλαμόεσσα, καλαμόεν, of reed, συρίγγων καλαμοεσσᾶν E.IA1038 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1307] εσσα, εν, von Rohr, σύριγγες Eur. I. A. 1038.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de roseau.
Étymologie: κάλαμος.
Greek Monolingual
καλαμόεις, -εσσα, -εν (Α)
καλάμινος, κατασκευασμένος από καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κατάλ. -(ό)εις (πρβλ. λοφόεις, ουρανόεις)].
Greek Monotonic
κᾰλᾰμόεις: -εσσα, -εν, φτιαγμένος από καλάμι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμόεις: όεσσα, όεν тростниковый (σύριγγες Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλαμόεις -όεσσα -όεν [κάλαμος] van riet, riet- (van een fluit).
Middle Liddell
κᾰλᾰμόεις, εσσα, εν
of reed, Eur. [from κᾰ́λᾰμος]