Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καπετάν

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

και καπτάν, ο
1. τίτλος που μπαίνει πριν από ονόματα ναυτικών
2. τίτλος που έμπαινε πριν από ονόματα οπλαρχηγών
3. φρ. α) «καπετάν πασάς» — ο καπουδάν πασάς
β) «είναι ο καπετάν ένας» — είναι αυταρχικός ηγέτης
γ) «καπετάν φασαρίας» — άτομο που κάνει πολλή φασαρία ή προκαλεί αναστάτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του καπετάνιος].