κατάστρωση

Greek Monolingual

η (AM κατάστρωσις) καταστρώννυμι
το στρώσιμο, η στρώση
νεοελλ.
μτφ.
1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία
2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη βλαστητική τους ιδιότητα, καθώς και αυτά που περιβάλλονται από σκληρό πυρήνα, στοιβάζονται, αφού υποστούν την κατάλληλη επεξεργασία
αρχ.
καταγραφή, παρένθεση, παρεμβολή χωρίων ενός βιβλίου σε άλλο έργο για ενίσχυση όσων έχουν γραφεί ή για ερμηνεία.