κατακοιμώ

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

κατακοιμῶ, -άω (Α)
1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῖνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.)
2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζωοὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιμῶ «βάζω κάποιον να κοιμηθεί»].