καταπλοκή
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A entwining, interlacing, τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Pl.Ti.76d; complication, τῶν πραγμάτων Artem.2.5.
II in Music, descending progression, opp. ἀναπλοκή, Ptol.Harm.2.12.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Verbinden, Verknüpfen, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου Plat. Tim. 76 d. – In der Tonkunst die Verbindung mehrerer Töne in abwärts laufender Folge.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπλοκή -ῆς, ἡ [καταπλέκω] verbinding.
Russian (Dvoretsky)
καταπλοκή: ἡ сплетение, переплетение (τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπλοκή: ἡ, τὸ καταπλέκειν, πλέξιμον πυκνόν, συμπλοκή, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους κ. τοῦ νεύρου Πλάτ. Τίμ. 76D· μεταφ., δόλους καὶ ἐνέδρας καὶ κ. τῶν χρημάτων Ἀρτεμίδ. 2. 5. σ. 137. 20· κ. τῶν χρεῶν ὁ αὐτ. 6. 139. 7. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, ἡ σχέσις τῶν φθόγγων κατιόντων ἐν κανονικῇ διαδοχῇ, ἀντιθ. τῷ ἀναπλοκή, Πτολεμ. Ἁρμ.
Greek Monolingual
καταπλοκή, ἡ (AM καταπλέκω
μσν.
μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχία
αρχ.
1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή
2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή.