κατικετεύω

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῐκετεύω Medium diacritics: κατικετεύω Low diacritics: κατικετεύω Capitals: ΚΑΤΙΚΕΤΕΥΩ
Transliteration A: katiketeúō Transliteration B: katiketeuō Transliteration C: katiketeyo Beta Code: katiketeu/w

English (LSJ)

Ion. for καθικετεύω.

German (Pape)

[Seite 1401] ion. = καθικετεύω, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθικετεύω.

Russian (Dvoretsky)

κατικετεύω: ион. = καθικετεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κατῐκετεύω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθικετεύω.

Greek Monolingual

κατικετεύω (Α)
ιων. τ. του καθικετεύω.

Greek Monotonic

κατῐκετεύω: Ιων. αντί καθ-ικετεύω.