κατώδυνος

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώδῠνος Medium diacritics: κατώδυνος Low diacritics: κατώδυνος Capitals: ΚΑΤΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: katṓdynos Transliteration B: katōdynos Transliteration C: katodynos Beta Code: katw/dunos

English (LSJ)

κατώδυνον, in great pain or affliction, LXX 1 Ki.1.10, al.

German (Pape)

[Seite 1406] große Schmerzen habend, LXX, v.l. κατόδυνος, vgl. Lob. zu Phryn. 712.

Greek (Liddell-Scott)

κατώδῠνος: -ον, ὢν ἐν μεγάλῳ πόνῳ ἢ θλίψει, ἔχων μεγάλην ὀδύνην, Ἑβδ. (Ἰουδ. ΙΗ΄, 25). Ἐπίρρ. -νως.

Greek Monolingual

κατώδυνος, -ον (ΑΜ)
λυπηρός, δυσάρεστος
αρχ.
αυτός που έχει μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια, θλιμμένος, λυπημένος.
επίρρ...
κατωδύνως (Μ)
με μεγάλη λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ανώδυνος, επώδυνος. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].