κεντρίς

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίς Medium diacritics: κεντρίς Low diacritics: κεντρίς Capitals: ΚΕΝΤΡΙΣ
Transliteration A: kentrís Transliteration B: kentris Transliteration C: kentris Beta Code: kentri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = διψάς II.1, Ael.NA6.51.

German (Pape)

[Seite 1418] ίδος, ἡ, 1) = κεντρίον. – 2) eine Schlangenart, = κεντρίτης, Ael. H. A. 6, 51; s. auch κεντρίνης.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de serpent.
Étymologie: κέντρον.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίς: -ίδος, ἡ, = διψὰς ΙΙ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55· ἴδε κεντρίνης ΙΙΙ.

Greek Monolingual

κεντρίς, ἡ (Α) κέντρον
δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του προκαλεί έντονη δίψα, αλλ. διψάς.