κλαυσιώ

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

κλαυσιῶ, -άω (Α)
1. κλαυσείω, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω
2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ- του κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ-ω) + κατάλ. -ιάω / -, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ-ιάω / - «επιθυμώ να γίνω άρχων», μαθητ-ιάω / - «επιθυμώ να μαθητεύσω»].