κλαυστικός
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
κλαυστική, κλαυστικόν, given to mourning. Adv. κλαυστικῶς, ἔχειν Apollon. Lex. s.v. ὀψείοντες.
German (Pape)
[Seite 1446] zum Weinen geneigt, weinerlich, καὶ πενθητικός Schol. Ar. Th. 1056; – κλαυστικῶς ἔχειν, Erkl. von κλαυσείω, Apoll. L. H. v. ὀψείοντες.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπῶς ἔχων πρὸς τὸ κλαίειν, «κλαψιάρης», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1056. Ἐπίρρ. κλαυστικῶς ἔχειν Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. ὀψείοντες.
Greek Monolingual
κλαυστικός, -ή, -όν (Α) κλαυστός
επιρρεπής στα κλάματα, κλαψιάρης.
επίρρ...
κλαυστικῶς (Α)
φρ. «κλαυστικῶς ἔχω» — επιθυμώ να κλάψω.