κνώδακας

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ο (Α κνώδαξ, -ακος)
νεοελλ.
(μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο
αρχ.
1. άξοναςκαθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῦ δευτέρου σπονδύλου άποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται», Γαλ.)
2. το κοίλωμα πάνω στο οποίο περιστρέφεται ο άξονας μηχανής
3. (κατά τον Ησύχ.) α) εργαλείο τών χρυσοχόων
β) στον πληθ. οι κνώδακες
ασκός φυσητήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος που ανάγεται στον ίδιο αρχικό τ. κνωδ(ο)- με το κνώδαλον. Η κατάλ. -αξ αποτελεί ένδειξη για δωρ. προέλευση του όρου. Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από κνα-οδαξ (< θ. κνα-της ίδιας οικογένειας, πρβλ. κνῶ, + ὀδάξ, επίρρ. από συμφυρμό τών ὀδούς και δάκνω με την κατάλ. -αξ, κατά τα λάξ, ἅπαξ, και με σημ. «διά τών οδόντων»).
ΠΑΡ. αρχ. κνωδακίζω, κνωδάκιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνωδακοφύλαξ
νεοελλ.
κνωδακοφόρος].