κοινοφυής

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοφῠής Medium diacritics: κοινοφυής Low diacritics: κοινοφυής Capitals: ΚΟΙΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: koinophyḗs Transliteration B: koinophyēs Transliteration C: koinofyis Beta Code: koinofuh/s

English (LSJ)

κοινοφυές, of common origin, πρόοδος Dam.Pr.52 bis.

Greek Monolingual

κοινοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φυής (< φύος, το), πρβλ. αυτοφυής, μεγαλοφυής].