κοκκίνισμα
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Greek Monolingual
το κοκκινίζω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του κοκκινίζω, το να γίνει κάτι κόκκινο, ερυθρίαση, ερύθημα
2. το ψήσιμο με λάδι ή βούτυρο, στο τηγάνι ή σε χύτρα, ενός εδέσματος, κυρίως κρέατος, μέχρις ότου αυτό κοκκινίσει, τσιγάρισμα, καβούρντισμα, φρυγάνισμα.