Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κονιατήρ

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιᾱτήρ Medium diacritics: κονιατήρ Low diacritics: κονιατήρ Capitals: ΚΟΝΙΑΤΗΡ
Transliteration A: koniatḗr Transliteration B: koniatēr Transliteration C: koniatir Beta Code: koniath/r

English (LSJ)

κονιατῆρος, ὁ, plasterer, IG42(1).102.251 (Epid.).

Greek Monolingual

κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].

Translations

plasterer

Bulgarian: мазач; Catalan: guixaire; Chinese Mandarin: 石膏工, 泥瓦匠; Dutch: stukadoor; Finnish: rappari; French: plâtrier, plâtreur; German: Stuckateur, Stuckarbeiter, Gipser; Greek: αμμοκονιαστής, κονιατής, κονιαστής, σοβατζής; Ancient Greek: ἀλβάριος, γυψεμπλαστής, γυψοπλάστης, γυψωτής, κονιατήρ, κονιατής, κονιάτης, ὑπαγωγεύς, χρίστης; Hebrew: טַיָּח, טַיֶּחֶת; Japanese: 左官; Kazakh: сылақшы; Latin: tector; Norman: pliâtreux; Ottoman Turkish: ماله‌جی; Polish: tynkarz; Romanian: stucator, tencuitor; Russian: штукатур; Spanish: yesero, yesera, enlucidor, enlucidora, revocador, revocadora; Turkish: sıvacı