κορδακικός

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκικός Medium diacritics: κορδακικός Low diacritics: κορδακικός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kordakikós Transliteration B: kordakikos Transliteration C: kordakikos Beta Code: kordakiko/s

English (LSJ)

κορδακική, κορδακικόν, like the κόρδαξ: hence, of metrical sound, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.Rh. 1408b36 (Comp.), cf. Cic.Orat.57.193.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
seul. Cp.
qui concerne la danse κόρδαξ, propre à cette danse;
Cp. κορδακικώτερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.

German (Pape)

[ᾱ], den Kordaxtanz betreffend, dazu gehörig; Arist. rhet. 3.8 nennt den trochäischen Rhythmus κορδακικώτερος.

Russian (Dvoretsky)

κορδᾱκικός: свойственный пляске κόρδαξ (ὁ τροχαῖος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· ὅθεν ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88.

Greek Monolingual

κορδακικός, -ή, -όν (Α) κόρδαξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα
2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῖον κορδακικώτερον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

κορδᾱκικός: -ή, -όν, όπως ο χορός κόρδαξ· απ' όπου, ανάλαφρος, πεταχτός, τρεχαλητός, ῥυθμὸς κ., λέγεται για τα τροχαϊκά μέτρα, σε Δημ.

Middle Liddell

κορδᾱκικός, ή, όν
like the dance κόρδαξ; hence, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.