κουταμάρα

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του κουτού, βλακεία, χαζομάρα
2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τον συναντήσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα -αμάρα (πρβλ. βουβαμάρα, σαχλαμάρα)].