Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
η1. η ιδιότητα του κουτού, βλακεία, χαζομάρα2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τον συναντήσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα -αμάρα (πρβλ. βουβαμάρα, σαχλαμάρα)].