κρατησιβίας
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = κραταίβιος (excelling in strength, mighty), Pi.Fr.16.
German (Pape)
von gewaltiger Kraft, ῥωμαλέος, Pind. bei Eust. proœm. p. 7.
Russian (Dvoretsky)
κρᾱτησῐβίᾱς: adj. m побеждающий (своей) силой, т. е. могучий Pind.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτησιβίας: ὁ, ῥωμαλέος, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 18, ἴδε ἐν λέξ. κραταίβιος.
English (Slater)
κρατησιβίας victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16.
Greek Monolingual
κρατησιβίας, ὁ (Α)
ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -βίας (< βία), πρβλ. ευρυβίας, υψιβίας].