κυκλεύω
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
A wind round, περὶ τὸν περινεὸν κ. τὸ ὀθόνιον Hp.Art.14.
2 traverse, μιᾶς ἡμέρας κ. περίοδον Str.6.3.7, cf. J.AJ9.3.1, Supp.Epigr.2.530 (Puteoli); ἥλιος κ. τὴν γῆν Cleom.1.2.
3 work a water-wheel, PLond.1.131.495 (ii A.D.).
b irrigate by means of a water-wheel, PGrenf.1.58.7 (vi A.D.).
II circumvent, surround, App.BC4.71 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1526] in einem Kreise herumdrehen, umdrehen, umwenden (s. das Folgde), sich im Kreise umwenden, einen Kreis bilden, beschreiben, Strab. VI, 283 u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλεύω [κύκλος] (om...) wikkelen:. παρὰ τὴν ἄκανθαν κυκλεύοντες τὸ ὀθόνιον het verband langs de ruggengraat eromheen wikkelend Hp. Art. 14. omsingelen. NT.
Spanish
Greek Monolingual
κυκλεύω (AM) κύκλος
1. περιστρέφω κυκλικά («περὶ τὸν περινεὸν κυκλεύειν τὸ ὀθόνιον», Ιπποκρ.)
2. περικλείω κάτι με κύκλο («κυκλεύειν ἅπαν τὸ στράτευμα», Ονήσ.)
3. περιέρχομαι κυκλικά («τὴν γῆν περιιὼν καὶ κυκλευὼν ὁ ἥλιος», Κλεομήδ.)
4. διανύω («ὅσον δὴ μιᾱς ἡμέρας περίοδον κυκλεύσαντι», Στράβ.)
5. αρδεύω με υδροστρόβιλο
αρχ.
1. χειρίζομαι υδροστρόβιλο
2. (μτφ. συμπεριλαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλεύω: κάμνω κύκλον, περιέρχομαι κυκλικῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· κ. περίοδον μιᾶς ἡμέρας Στράβ. 283· ἥλιος κ. τὴν γῆν Κλεομήδ. 1. 2 (σ. 18 Bäke). ΙΙ. περιορίζω ἐντὸς κύκλου, περιβάλλω, περικυκλώνω, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 71.
Chinese
原文音譯:kuklÒw 去克羅哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:(四周圍
字義溯源:環繞,圍著,圍繞,圍住,圍困;源自(κύκλῳ)=在圈內,四周);而 (κύκλῳ)出自(κυκλόθεν)X*=循環,環)
同源字:1) (κυκλόθεν)周圍 2) (κυκλεύω / κυκλόω)環繞 3) (κύκλῳ)在圈內 4) (περικυκλόω)四圍環繞比較: (περιάγω)=走遍
出現次數:總共(5);路(1);約(1);徒(1);來(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 圍著(2) 約10:24; 徒14:20;
2) 圍住(1) 啓20:9;
3) 他們圍繞(1) 來11:30;
4) 圍困(1) 路21:20
Léxico de magia
moverse en círculo, girar al pronunciar una fórmula ἐπίλεγε καὶ τοῦτον τὸν λόγον τοῖς τέσσαρσιν ἀνέμοις κυκλεύων πρὸς ἄνεμον pronuncia también esta fórmula a los cuatro vientos, girando en la dirección del viento P III 273
French (New Testament)
1 (intr.) décrire un cercle autour
2 (tr.) encercler ; entourer, envelopper ; investir, environner de tous côtés
κύκλος