κυλλαίνω

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλαίνω Medium diacritics: κυλλαίνω Low diacritics: κυλλαίνω Capitals: ΚΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: kyllaínō Transliteration B: kyllainō Transliteration C: kyllaino Beta Code: kullai/nw

English (LSJ)

A = κυλλόω, ὦτα κ. κάτω let them hang down, prob. in S.Fr.687.
II intr., halt, limp, metaph., κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58 H.

German (Pape)

krümmen; Soph. frg. 619; auch Hippocr. nach Emend.

Russian (Dvoretsky)

κυλλαίνω: искривлять, отгибать: κ. ὦτα - v.l. νῶτα - κάτω Soph. опускать вниз уши (о ласкающейся собаке).

Greek (Liddell-Scott)

κυλλαίνω: κυλλόω, κ. ὦτα κάτω, κρεμῶ αὐτὰ κάτω, Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.

Greek Monolingual

κυλλαίνω (AM) κυλλός
καθιστώ κάποιον κουλό ή κουτσό, κουλαίνω, κουτσαίνω κάποιον
αρχ.
μτφ. χωλαίνω, ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό νους», Φίλ.).