κωνοειδής

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωνοειδής Medium diacritics: κωνοειδής Low diacritics: κωνοειδής Capitals: ΚΩΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kōnoeidḗs Transliteration B: kōnoeidēs Transliteration C: konoeidis Beta Code: kwnoeidh/s

English (LSJ)

κωνοειδές,
A conical, σχῆμα Archim.Con.Sph.Praef., al., Ph.Bel. 86.51; of the creative fire, Cleanth.Stoic.1.111; of the apex of the Roman flamen, D.H.2.70; σκιά Cleom.2.2, etc.; σκίασμα D.C.60.26; τὸ κ. conoid, Archim.Con.Sph.Praef., etc. Adv. κωνοειδῶς Placit.4.15.3, Cleom.2.2, Phlp.in de An.140.34.
II metaph., concise, pointed, ἑρμηνεία συνεστραμμένη καὶ οἷον εἰπεῖν κ. Corn.Rh.p.387 H.
III neut. -ειδές, τό, = κωνάριον II, Gal.2.723 (but κ. μόριον odontoid process of the second vertebra, 2.461).

German (Pape)

[Seite 1546] ές, kegelförmig; Plut. de plac. phil. 2, 14; D. L. 7, 144; D. Cass. 60, 26 u. a. Sp. – Adv., Plut. de plac. phil. 4, 15.

Russian (Dvoretsky)

κωνοειδής: имеющий коническую форму, конический (πῦρ Plut.; σκιά Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κωνοειδής: -ές, κωνικός, σκίασμα Δίων Κ. 60. 26· σκιὰ Διογ. Λ. 7. 144· τὸ κ., ὅμοιον κώνῳ, Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 901Ε, Διογ. Λ. 7. 157.

Greek Monolingual

-ές (Α κωνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κώνου, κωνικός («τῆς γῆς σκίασμα κωνοειδές», Διόδ.)
αρχ.
1. σύντομος, περιεκτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κωνοειδές
το κωναριο(ν), η επίφυση του εγκεφάλου.
επίρρ...
κωνοειδῶς (Α)
με σχήμα κώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + -ειδής].