κόνισις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A exercise in the arena, δρόμου… καὶ πάλης καὶ κονίσεως (v.l. κινήσεως) Arist.Cael.292a26.
II f.l. for κόμμωσις (q.v.), Id.HA623b31.
German (Pape)
[Seite 1481] ἡ, bei Arist. H. A. 9, 40 A., v.l. κώνησις, Wachsanstrich des Bodens in den Bienenstöcken, = κήρωσις. Man vermuthet κονίασις.
Russian (Dvoretsky)
κόνισις: εως ἡ посыпание тела песком (чтобы при состязании оно не скользило в руках противника) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κόνῑσις: -εως, ἡ, ἄσκησις ἐν τῇ κονίστρᾳ (ἴδε κονίστρα 2), δρόμου... καὶ πάλης καὶ κονίσεως (διάφ. γραφ. κινήσεως) Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 12, 7. ΙΙ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6 (ἔνθα ὑπάρχουσι οὐκ ὀλίγαι διάφοροι γραφαί), διορθωτέον πιθανῶς κόμμωσις ἐκ τοῦ Πλινίου.