κόπια

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source

Greek Monolingual

(I)
η (Μ κόπια)
πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, αντίτυπο, αντίγραφο
νεοελλ.
1. το αντιγραφικό πιεστήριο, το μηχάνημα που βγάζει αντίγραφα
2. καθετί που απομιμείται κάτι
3. εμπορικό βιβλίο που περιέχει αντίγραφα επιστολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. copia].
(II)
τα
κόπος
(τ. πληθ. του κόπος)
1. οι κόποι
2. η αμοιβή που δίνεται σε κάποιον για την εργασία που προσέφερε.