κόψιμο

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

το (Μ κόψιμο)
1. η ενέργεια του κόβω, κοπήκόψιμο πίτας»)
2. μείωση
νεοελλ.
1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή
2. ακμή κοφτερού οργάνου
3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)
4. η εξωτερική εμφάνιση ενός αντικειμένου ή ενός προσώπου, κοψιά
5. διάρροια συνοδευόμενη με πόνους στην κοιλιακή χώρα («μέ έπιασε κόψιμο»)
6. αλλοίωση ενός υλικού από την πολυκαιρία ή τις κακές συνθήκες
μσν.
1. σφαγή
2. δυνατός πόνος
3. χωρισμός, διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ- του κόπτω (πρβλ. αόρ. -κοψ-α) + κατάλ. -ιμο, ουδ. της -ιμος (πρβλ. και μσν. κόψ-ιμος)].