κύκησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, stirring up, mixing, Pl.Ti.68a, Epicur.Nat.Herc.1431.8.
German (Pape)
[Seite 1525] ἡ, das Vermischen, die Vermischung, Plat. Tim. 68 a-
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trouble, bouleversement.
Étymologie: κυκάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύκησις -εως, ἡ [~ κυκάω] verwarring, chaos.
Russian (Dvoretsky)
κύκησις: εως (ῠ) ἡ смешение Plat.
Greek Monolingual
κύκησις, ἡ (AM) κυκώ
μσν.
σύγχυση, ταραχή
αρχ.
ανάμιξη, ανακάτωμα.
Greek Monotonic
κύκησις: [ῠ], -εως, ἡ, ανακάτωμα, ανάμειξη, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κύκησις: -εως, ἡ, ἀνακάτωμα, ἀνάμιξις, Πλάτ. Τίμ. 68Α.
Middle Liddell
κῠ́κησις, εως
a stirring up, mixing up, Plat.