λάζω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
= λακτίζω, λάξας τράπεζαν Lyc.137, cf.Sch.E.Hec.64; λάζειν· ἐξυβρίζειν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 5] 1) = λακτίζω, VLL.; λάξας τράπεζαν, Lycophr. 137. – 2) nach B. A. p. 1095 achäisch = λαμβάνω, s. λάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λάζω: λακτίζω, λάξας τράπεζαν Λυκόφρ. 137, πρβλ. Σχόλ. Ἑκ. 64, - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάζειν· ὑβρίζειν».
Greek Monolingual
(I)
λάζω (Α)
(αχαϊκός τ. αντί λάζομαι)
λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω.
(II)
λάζω (Α)
1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν
ἐξυβρίζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ)].