λήμμα
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
το (AM λῆμμα)
1. καθετί που λαμβάνεται, κυρίως το κέρδος, η πρόσοδος, το εισόδημα («λῆμμα καὶ ἀνάλωμα», Λυσ.)
2. (λογ.) η μια από τις δεδομένες προτάσεις του συλλογισμού και κυρίως η μείζων
νεοελλ.
1. (στη λεξικογραφία) ο αρχικός ή ο πιο συνήθης τύπος λέξης, στον οποίο υπάγονται και άλλοι τύποι της ίδιας λέξης και γενικά καθετί που μπορεί να γραφεί σχετικά με αυτόν
2. μαθ. αποδεδειγμένη πρόταση που λαμβάνεται ως αλήθεια και χρησιμεύει για απόδειξη άλλης, πιο σημαντικής πρότασης, η οποία ονομάζεται θεώρημα
αρχ.
1. ωφέλεια («οὐδὲν λῆμμ' ἂν οὐδεὶς ἔχοι πρὸς οἷς ἐγὼ πεπολίτευμαι», Δημοσθ.)
2. άδικο κέρδος («τἀπὸ Θράκης λήμματα ἕλκουσι δεῡρο», Αντιφάν.)
3. καθετί που συλλέγεται, που μαζεύεται
4. καθετί το εκλεκτό
5. η ουσία μιας πρότασης, σε αντιδιαστολή με το ύφος
6. επιγραφή ή υπόθεση επιγράμματος
7. θέμα για εξέταση
8. νανούρισμα
9. εντολή ή παραγγελία από προφητεία που δίνεται σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λήμ-μα < ληβ-μα < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω + κατάλ. -μα].