λασιοχαίτης

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιοχαίτης Medium diacritics: λασιοχαίτης Low diacritics: λασιοχαίτης Capitals: ΛΑΣΙΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: lasiochaítēs Transliteration B: lasiochaitēs Transliteration C: lasiochaitis Beta Code: lasioxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, with shaggy hair, Hdn. Epim. 166.

Greek (Liddell-Scott)

λασιοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.

Greek Monolingual

λασιοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδροχαίτης, κυανοχαίτης)].