λείωσις
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
-εως, ἡ, (λειόω)
A trituration, σιτίων Gal.UP11.8, cf. 9, Erasistr. ap.eund.19.372; f.l. in Plu.2.129d.
2 levigation of a powder, Zos.Alch.p.177 B., al.
German (Pape)
[Seite 27] ἡ, das Glätten, Zerreiben, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de réduire en poudre.
Étymologie: λειόω.
Russian (Dvoretsky)
λείωσις: εως ἡ (ра)стирание в порошок, измельчение (Plut. - v.l. ἡλίωσις).
Greek (Liddell-Scott)
λείωσις: ἡ, (λειόω) στίλβωσις, κοπάνισμα, Πλούτ. 2. 129D.
Greek Monolingual
λείωσις, -ώσεως, ἡ (Α) λειώ
1. τριβή, τρίψιμο, κοπάνισμα
2. κονιοποίηση με τριβή.